Greek Meaning of electrometer
ηλεκτρόμετρο
Other Greek words related to ηλεκτρόμετρο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of electrometer
- electro-metallurgy => Ηλεκτρομεταλλουργία
- electromechanical device => ηλεκτρομηχανική συσκευή
- electromechanical => ηλεκτρομηχανικός
- electro-magnetism => ηλεκτρομαγνητισμός
- electromagnetism => Ηλεκτρομαγνητισμός
- electromagnetics => Ηλεκτρομαγνητισμός
- electromagnetic wave => Ηλεκτρομαγνητικό κύμα
- electromagnetic unit => Ηλεκτρομαγνητική μονάδα
- electromagnetic spectrum => Το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα
- electromagnetic radiation => Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία
- electro-metric => ηλεκτρομετρικός
- electro-metrical => ηλεκτρομετρικός
- electro-motion => ηλεκτροκινητήρας
- electromotive => Ηλεκτροκινητήρας
- electro-motive => Ηλεκτροκινητήρας
- electromotive drug administration => Ηλεκτροκινητηρια χορήγηση φαρμάκων
- electromotive force => Ηλεκτρεγερτική δύναμη
- electromotive force series => Σειρά ηλεκτροκινητικής δύναμης
- electromotive series => ηλεκτροχημική σειρά
- electromotor => Ηλεκτροκινητήρας
Definitions and Meaning of electrometer in English
electrometer (n)
meter to measure electrostatic voltage differences; draws no current from the source
electrometer (n.)
An instrument for measuring the quantity or intensity of electricity; also, sometimes, and less properly, applied to an instrument which indicates the presence of electricity (usually called an electroscope).
FAQs About the word electrometer
ηλεκτρόμετρο
meter to measure electrostatic voltage differences; draws no current from the sourceAn instrument for measuring the quantity or intensity of electricity; also,
No synonyms found.
No antonyms found.
electro-metallurgy => Ηλεκτρομεταλλουργία, electromechanical device => ηλεκτρομηχανική συσκευή, electromechanical => ηλεκτρομηχανικός, electro-magnetism => ηλεκτρομαγνητισμός, electromagnetism => Ηλεκτρομαγνητισμός,