Greek Meaning of electro-motive
Ηλεκτροκινητήρας
Other Greek words related to Ηλεκτροκινητήρας
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of electro-motive
- electromotive => Ηλεκτροκινητήρας
- electro-motion => ηλεκτροκινητήρας
- electro-metrical => ηλεκτρομετρικός
- electro-metric => ηλεκτρομετρικός
- electrometer => ηλεκτρόμετρο
- electro-metallurgy => Ηλεκτρομεταλλουργία
- electromechanical device => ηλεκτρομηχανική συσκευή
- electromechanical => ηλεκτρομηχανικός
- electro-magnetism => ηλεκτρομαγνητισμός
- electromagnetism => Ηλεκτρομαγνητισμός
- electromotive drug administration => Ηλεκτροκινητηρια χορήγηση φαρμάκων
- electromotive force => Ηλεκτρεγερτική δύναμη
- electromotive force series => Σειρά ηλεκτροκινητικής δύναμης
- electromotive series => ηλεκτροχημική σειρά
- electromotor => Ηλεκτροκινητήρας
- electro-muscular => ηλεκτρομυογραφικός
- electromyogram => Ηλεκτρομυογράφημα
- electromyograph => Ηλεκτρομυογράφος
- electromyography => Ηλεκτρομυογραφία
- electron => ηλεκτρόνιο
Definitions and Meaning of electro-motive in English
electro-motive (a.)
Producing electro-motion; producing, or tending to produce, electricity or an electric current; causing electrical action or effects.
FAQs About the word electro-motive
Ηλεκτροκινητήρας
Producing electro-motion; producing, or tending to produce, electricity or an electric current; causing electrical action or effects.
No synonyms found.
No antonyms found.
electromotive => Ηλεκτροκινητήρας, electro-motion => ηλεκτροκινητήρας, electro-metrical => ηλεκτρομετρικός, electro-metric => ηλεκτρομετρικός, electrometer => ηλεκτρόμετρο,