Greek Meaning of electromagnetic wave
Ηλεκτρομαγνητικό κύμα
Other Greek words related to Ηλεκτρομαγνητικό κύμα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of electromagnetic wave
- electromagnetic unit => Ηλεκτρομαγνητική μονάδα
- electromagnetic spectrum => Το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα
- electromagnetic radiation => Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία
- electromagnetic intrusion => Ηλεκτρομαγνητική παρεμβολή
- electromagnetic interaction => Ηλεκτρομαγνητική Αλληλεπίδραση
- electromagnetic delay line => Ηλεκτρομαγνητική γραμμή καθυστέρησης
- electro-magnetic => Ηλεκτρομαγνητικός
- electromagnetic => ηλεκτρομαγνητικός
- electro-magnet => Ηλεκτρομαγνήτης
- electromagnet => Ηλεκτρομαγνήτης
- electromagnetics => Ηλεκτρομαγνητισμός
- electromagnetism => Ηλεκτρομαγνητισμός
- electro-magnetism => ηλεκτρομαγνητισμός
- electromechanical => ηλεκτρομηχανικός
- electromechanical device => ηλεκτρομηχανική συσκευή
- electro-metallurgy => Ηλεκτρομεταλλουργία
- electrometer => ηλεκτρόμετρο
- electro-metric => ηλεκτρομετρικός
- electro-metrical => ηλεκτρομετρικός
- electro-motion => ηλεκτροκινητήρας
Definitions and Meaning of electromagnetic wave in English
electromagnetic wave (n)
radiation consisting of waves of energy associated with electric and magnetic fields resulting from the acceleration of an electric charge
FAQs About the word electromagnetic wave
Ηλεκτρομαγνητικό κύμα
radiation consisting of waves of energy associated with electric and magnetic fields resulting from the acceleration of an electric charge
No synonyms found.
No antonyms found.
electromagnetic unit => Ηλεκτρομαγνητική μονάδα, electromagnetic spectrum => Το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα, electromagnetic radiation => Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, electromagnetic intrusion => Ηλεκτρομαγνητική παρεμβολή, electromagnetic interaction => Ηλεκτρομαγνητική Αλληλεπίδραση,