Greek Meaning of edacity

αδηφαγία

Other Greek words related to αδηφαγία

Definitions and Meaning of edacity in English

Wordnet

edacity (n)

excessive desire to eat

extreme gluttony

Webster

edacity (n.)

Greediness; voracity; ravenousness; rapacity.

FAQs About the word edacity

αδηφαγία

excessive desire to eat, extreme gluttonyGreediness; voracity; ravenousness; rapacity.

Ταιριαστός,άπληστος,άπληστος,πεινασμένος,λαιμαργός,λαίμαργος,Πεινασμένος,χοιρινός,αρπακτικό,πεινασμένος

περιεχόμενο,γεμάτος,Μπουχτισμένος,χορτάτος,χορτασμένος,ικανοποιημένος,Γεμιστό

edacious => λαιμαργός, ed sullivan => Εντ Σάλιβαν, ed => εδ, eczematous => Εκζεματώδης, eczema vaccinatum => Έκζεμα εμβολίου,