Greek Meaning of dopehead
dopehead
Other Greek words related to dopehead
Nearest Words of dopehead
Definitions and Meaning of dopehead in English
dopehead
a drug addict
FAQs About the word dopehead
Definition not available
a drug addict
εθισμένος,τέρας ,κεφάλι,χρήστης,άτομο εθισμένο στο crack,Ντόπλερ,δαίμονας,Υπερβολική διαφήμιση,ναρκωμανής,κακής ποιότητας
μη χρήστης,μη εθισμένος
doped (out) => ντοπαρισμένο (έξω), doozy => δυνατός, doozies => Τα ντόζι, doozie => μπουκιά, doozers => δούζερ,