Greek Meaning of divorcement

διαζύγιο

Other Greek words related to διαζύγιο

Definitions and Meaning of divorcement in English

Wordnet

divorcement (n)

the legal dissolution of a marriage

Webster

divorcement (n.)

Dissolution of the marriage tie; divorce; separation.

FAQs About the word divorcement

διαζύγιο

the legal dissolution of a marriageDissolution of the marriage tie; divorce; separation.

χωρισμός,Απόσπαση,διάλυση,Αποχωρισμός,αποζημίωση απόλυσης,χωρισμό,διαμέρισμα,Σχίσμα,διαχωρίζω,αποσύνδεση

συνδυασμός,συνδυάζοντας,συνδεόμενο,σύνδεση,ενοποίηση,σύζευξη,Διασταύρωση,Συγχώνευση,συγχώνευση,ενοποίηση

divorceless => αδιάλυτος, divorcee => διαζευγμένος, divorced man => Χωρισμένος άνδρας, divorced => Διαζευγμένος, divorceable => διαζευκτό,