FAQs About the word dissuader

Αποτρεπτικός

One who dissuades; a dehorter.

αποτρέπω,αποθαρρύνω,αναστέλλω,αποσπάω

ενθαρρύνω,πείθω,παρόρμηση,αυγό (σε),προκαλώ,προτρέπω,παρακινώ,παρορμώ,σπρώχνω,προτροπή

dissuaded => αποτραπεί, dissuade => Αποτρέπω, disspirit => αποθαρρύνω, disspermous => δισπέρμο, dissonate => παραφωνώ,