Greek Meaning of disannul
ακυρώνω
Other Greek words related to ακυρώνω
- καταργώ
- ακυρώνω
- ακυρώνω
- ανατρέπω
- καταργώ
- μειώνω
- καταργώ
- μηδέν
- αποφεύγω
- απολύω
- διαλύω
- ακυρώνω
- αρνούμαι
- ακυρώνω
- ακυρώσω
- απορρίπτω
- ακυρώνω
- αντίστροφο
- ανακαλώ
- αποδίδω
- καταρρίπτω
- Αναστέλλω
- εκκενώνω
- βέτο
- κενός
- αναληψη
- επαναφορά
- διακόπτω
- απαγόρευση
- κλήση
- ακυρώνω
- Αντεντολή
- απαγορεύω
- καταργώ
- εξαλείφω
- επιτάσσω
- εξαλείφω
- σβήνω
- απαγορεύω
- Εκκαθάριση
- παράνομος
- αντικαθιστώ
- ακυρώνω
- απαγορεύω
- ανάκληση
- αφαιρώ
- ανακαλώ
- εξέγραψε
Nearest Words of disannul
Definitions and Meaning of disannul in English
disannul (v. t.)
To annul completely; to render void or of no effect.
FAQs About the word disannul
ακυρώνω
To annul completely; to render void or of no effect.
καταργώ,ακυρώνω,ακυρώνω,ανατρέπω,καταργώ,μειώνω,καταργώ,μηδέν,αποφεύγω,απολύω
ψηφίζω,καθιερώστε,βρέθηκε,Ινστιτούτο,Ξάπλωσε,νομοθετεί,νόμιμος,επιτρέψω,εγκρίνω,εξουσιοδοτώ
disannex => Αποσπάω, disanimation => αψυχία, disanimating => απογοητευτικός, disanimated => απογοητευμένος, disanimate => αποθαρρύνω,