Greek Meaning of digestibility
πεπτικότητα
Other Greek words related to πεπτικότητα
Nearest Words of digestibility
Definitions and Meaning of digestibility in English
digestibility (n)
the property of being easy to digest
digestibility (n.)
The quality of being digestible.
FAQs About the word digestibility
πεπτικότητα
the property of being easy to digestThe quality of being digestible.
βρώσιμοτητα,γευστικότητα,Γεύση,νοστιμιά,Νοστιμιά,εδωδιμότητα,αφθονία,γευστικότητα,απολαμβάνω,γεύση
επίπεδο,Ανέμπνευστος,μπαγιατίλα,Άγευστος,Αποστροφή,Δυσανασχεσία
digester => πεπτικό, digestedly => χωνεμένος, digested => χωνεμένος, digest => χωνεύω, digerent => διαφορετικό,