FAQs About the word digestibility

πεπτικότητα

the property of being easy to digestThe quality of being digestible.

βρώσιμοτητα,γευστικότητα,Γεύση,νοστιμιά,Νοστιμιά,εδωδιμότητα,αφθονία,γευστικότητα,απολαμβάνω,γεύση

επίπεδο,Ανέμπνευστος,μπαγιατίλα,Άγευστος,Αποστροφή,Δυσανασχεσία

digester => πεπτικό, digestedly => χωνεμένος, digested => χωνεμένος, digest => χωνεύω, digerent => διαφορετικό,