Greek Meaning of edibility
βρώσιμοτητα
Other Greek words related to βρώσιμοτητα
Nearest Words of edibility
- edible => βρώσιμο
- edible asparagus => Βρώσιμα σπαράγγια
- edible banana => Βρώσιμη μπανάνα
- edible bean => Εδώδιμος φασόλι
- edible cockle => Εδώδιμο κυδώνι
- edible corn => βρώσιμο καλαμπόκι
- edible fat => Εδώδιμο λίπος
- edible fruit => Εδώδιμος καρπός
- edible mussel => Βρώσιμα μύδια
- edible nut => Βρώσιμος σπόρος
Definitions and Meaning of edibility in English
edibility (n)
the property of being fit to eat
edibility (n.)
Suitableness for being eaten; edibleness.
FAQs About the word edibility
βρώσιμοτητα
the property of being fit to eatSuitableness for being eaten; edibleness.
Νοστιμιά,πεπτικότητα,γευστικότητα,Γεύση,λεπτότητα,νοστιμιά,εδωδιμότητα,αφθονία,γευστικότητα,απολαμβάνω
επίπεδο,Ανέμπνευστος,μπαγιατίλα,Άγευστος,Αποστροφή,Δυσανασχεσία
edh => edh, edgy => αιχμηρός, edgingly => οριακά, edging => άκρη, edginess => νευρικότητα,