Greek Meaning of edible nut
Βρώσιμος σπόρος
Other Greek words related to Βρώσιμος σπόρος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of edible nut
- edible mussel => Βρώσιμα μύδια
- edible fruit => Εδώδιμος καρπός
- edible fat => Εδώδιμο λίπος
- edible corn => βρώσιμο καλαμπόκι
- edible cockle => Εδώδιμο κυδώνι
- edible bean => Εδώδιμος φασόλι
- edible banana => Βρώσιμη μπανάνα
- edible asparagus => Βρώσιμα σπαράγγια
- edible => βρώσιμο
- edibility => βρώσιμοτητα
Definitions and Meaning of edible nut in English
edible nut (n)
a hard-shelled seed consisting of an edible kernel or meat enclosed in a woody or leathery shell
FAQs About the word edible nut
Βρώσιμος σπόρος
a hard-shelled seed consisting of an edible kernel or meat enclosed in a woody or leathery shell
No synonyms found.
No antonyms found.
edible mussel => Βρώσιμα μύδια, edible fruit => Εδώδιμος καρπός, edible fat => Εδώδιμο λίπος, edible corn => βρώσιμο καλαμπόκι, edible cockle => Εδώδιμο κυδώνι,