FAQs About the word detonation

έκρηξη

a violent release of energy caused by a chemical or nuclear reaction, the act of detonating an explosiveAn explosion or sudden report made by the instantaneous

έκρηξη,έκρηξη,έκρηξη,εκραγώ,έκρηξη,απόλυση,έκρηξη,Έκρηξη στον αέρα,έκρηξη,έκρηξη

εσωτερική έκρηξη

detonating fuse => Καψούλι δυναμίτη, detonating device => Εκρηκτικός μηχανισμός, detonated => πυροδοτηθεί, detinue => κατακράτηση, detick => αφαιρώ τα τσιμπούρια,