FAQs About the word delighter

απολαυστής

One who gives or takes delight.

χαρά,γιορτή,ευχαρίστηση,ανάγλυφο<br>,θεραπεία,Διασκέδαση,Άνεση,τέρψη,εκτροπή,ψυχαγωγία

βαρετός,απογοήτευση,σύρετε,καταθλιπτικό,χαρμπαλάς,Χαλασοκόσμος

delightedly => με απεριόριστη ευχαρίστηση, delighted => Χαρούμενος, delightable => υπέροχος, delight => ευχαρίστηση, deligation => Αποστολή,