Greek Meaning of cystine
Κυστίνη
Other Greek words related to Κυστίνη
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of cystine
- cystic vein => κυστική φλέβα
- cystic mastitis => Κυστική μαστίτιδα
- cystic fibrosis transport regulator => Ρυθμιστής μεταφοράς κυστικής ίνωσης
- cystic fibrosis => κυστική ίνωση
- cystic breast disease => Ινώδης κύστη των μαστών
- cystic artery => Κυστική αρτηρία
- cystic => κυστικός
- cysteine => Κυστεΐνη
- cyst => Κύστη
- cyrus the younger => Κῦρος ὁ νεότερος
- cystitis => Κυστίτιδα
- cystocele => Κυστεοκήλη
- cystoid macular edema => Κυστική ωχροπαθητική βλεννογόνου
- cystolith => Κυστόλιθος
- cystoparalysis => Κυστεοπαράλυση
- cystophora => Βελουδοφόκα
- cystophora cristata => Κουκουλόφοκα
- cystoplegia => κυστοπληγία
- cystopteris => Άσπληνο
- cystopteris bulbifera => Καμπάνουλα με κρεμμύδια
Definitions and Meaning of cystine in English
cystine (n)
a crystalline amino acid found in proteins (especially keratin); discovered in bladder stones
FAQs About the word cystine
Κυστίνη
a crystalline amino acid found in proteins (especially keratin); discovered in bladder stones
No synonyms found.
No antonyms found.
cystic vein => κυστική φλέβα, cystic mastitis => Κυστική μαστίτιδα, cystic fibrosis transport regulator => Ρυθμιστής μεταφοράς κυστικής ίνωσης, cystic fibrosis => κυστική ίνωση, cystic breast disease => Ινώδης κύστη των μαστών,