Greek Meaning of cystitis
Κυστίτιδα
Other Greek words related to Κυστίτιδα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of cystitis
- cystine => Κυστίνη
- cystic vein => κυστική φλέβα
- cystic mastitis => Κυστική μαστίτιδα
- cystic fibrosis transport regulator => Ρυθμιστής μεταφοράς κυστικής ίνωσης
- cystic fibrosis => κυστική ίνωση
- cystic breast disease => Ινώδης κύστη των μαστών
- cystic artery => Κυστική αρτηρία
- cystic => κυστικός
- cysteine => Κυστεΐνη
- cyst => Κύστη
- cystocele => Κυστεοκήλη
- cystoid macular edema => Κυστική ωχροπαθητική βλεννογόνου
- cystolith => Κυστόλιθος
- cystoparalysis => Κυστεοπαράλυση
- cystophora => Βελουδοφόκα
- cystophora cristata => Κουκουλόφοκα
- cystoplegia => κυστοπληγία
- cystopteris => Άσπληνο
- cystopteris bulbifera => Καμπάνουλα με κρεμμύδια
- cystopteris fragilis => Κυστόπτερη η εύθραυστη
Definitions and Meaning of cystitis in English
cystitis (n)
inflammation of the urinary bladder and ureters
FAQs About the word cystitis
Κυστίτιδα
inflammation of the urinary bladder and ureters
No synonyms found.
No antonyms found.
cystine => Κυστίνη, cystic vein => κυστική φλέβα, cystic mastitis => Κυστική μαστίτιδα, cystic fibrosis transport regulator => Ρυθμιστής μεταφοράς κυστικής ίνωσης, cystic fibrosis => κυστική ίνωση,