Greek Meaning of crepuscule

λυκόφως

Other Greek words related to λυκόφως

Definitions and Meaning of crepuscule in English

Wordnet

crepuscule (n)

the time of day immediately following sunset

FAQs About the word crepuscule

λυκόφως

the time of day immediately following sunset

λυκόφως,νύχτα,ηλιοβασίλεμα,λυκόφως,σκοτεινός, -ή, -ό,Παραμονή Χριστουγέννων,βραδιά,βραδάκι,λυκόφως,σούρουπο

Βόρειο σέλας,Αυγή,αυγή,ημέρα,αυγή,ηλιοφάνεια,φως,πρωί,πρωί,ανατολή του ηλίου

crepuscular => σκοτεινός, crepuscle => Λυκόφως, crepitation rale => θροισμός, crepitation => τριγμός, crepitate => τρίζω,