Greek Meaning of crepuscule
λυκόφως
Other Greek words related to λυκόφως
Nearest Words of crepuscule
- crescendo => κρεσέντο
- crescent => ημισέληνος
- crescent roll => Κρουασάν
- crescent wrench => Αγγλικό κλειδί
- crescent-cell anaemia => Δρεπανοκυτταρική αναιμία
- crescent-cell anemia => δρεπανοκυτταρική αναιμία
- crescentia => Κολοκύνθη
- crescentia cujete => Κρεσκέντια η κογετία
- crescent-shaped => ημισεληνοειδής
- cresol => Κρεζόλη
Definitions and Meaning of crepuscule in English
crepuscule (n)
the time of day immediately following sunset
FAQs About the word crepuscule
λυκόφως
the time of day immediately following sunset
λυκόφως,νύχτα,ηλιοβασίλεμα,λυκόφως,σκοτεινός, -ή, -ό,Παραμονή Χριστουγέννων,βραδιά,βραδάκι,λυκόφως,σούρουπο
Βόρειο σέλας,Αυγή,αυγή,ημέρα,αυγή,ηλιοφάνεια,φως,πρωί,πρωί,ανατολή του ηλίου
crepuscular => σκοτεινός, crepuscle => Λυκόφως, crepitation rale => θροισμός, crepitation => τριγμός, crepitate => τρίζω,