Greek Meaning of cop (to)
cop (to)
Other Greek words related to cop (to)
Nearest Words of cop (to)
- co-ownerships => Συνιδιοκτησία
- co-ownership => Συνιδιοκτησία
- co-owner => συνιδιοκτήτης
- coos => γουργουρίζει
- co-organizer => Συνδιοργανωτής
- coordinating (with) => συντονισμός (με)
- coordinates => Συντεταγμένες
- coordinateness => συντονισμός
- coordinated (with) => συντονισμένο (με)
- coordinate (with) => συντονίζω (με)
Definitions and Meaning of cop (to) in English
cop (to)
to admit to doing (something)
FAQs About the word cop (to)
Definition not available
to admit to doing (something)
ομολογώ,ομολογώ,ομολογώ,ομολογώ,κουτσομπολεύω,διαρροή,μιλάω,καρφώνω
ήσυχος,Σφραγίζω το στόμα μου,σιωπήστε
co-ownerships => Συνιδιοκτησία, co-ownership => Συνιδιοκτησία, co-owner => συνιδιοκτήτης, coos => γουργουρίζει, co-organizer => Συνδιοργανωτής,