FAQs About the word cop (to)

Definition not available

to admit to doing (something)

ομολογώ,ομολογώ,ομολογώ,ομολογώ,κουτσομπολεύω,διαρροή,μιλάω,καρφώνω

ήσυχος,Σφραγίζω το στόμα μου,σιωπήστε

co-ownerships => Συνιδιοκτησία, co-ownership => Συνιδιοκτησία, co-owner => συνιδιοκτήτης, coos => γουργουρίζει, co-organizer => Συνδιοργανωτής,