FAQs About the word chronicity

χρονιότητα

the quality or state of being chronic

σταθερότητα,συνέχεια,συχνότητα,επίπτωση,επικράτηση,κανονικότητα,Συνήθεια,συχνότητα,Εμφάνιση,εμφάνιση

αραιότητα,σπανιότητα,ασυνήθιστοτητα,σπανιότητα,ασυνήθιστο

chromaticities => Χρωματικότητες, chromas => Χρώματα, Christians => Χριστιανοί, Christian names => Χριστιανικά ονόματα, chowing (down) => (βουτάω),