Greek Meaning of chronicity
χρονιότητα
Other Greek words related to χρονιότητα
Nearest Words of chronicity
Definitions and Meaning of chronicity in English
chronicity
the quality or state of being chronic
FAQs About the word chronicity
χρονιότητα
the quality or state of being chronic
σταθερότητα,συνέχεια,συχνότητα,επίπτωση,επικράτηση,κανονικότητα,Συνήθεια,συχνότητα,Εμφάνιση,εμφάνιση
αραιότητα,σπανιότητα,ασυνήθιστοτητα,σπανιότητα,ασυνήθιστο
chromaticities => Χρωματικότητες, chromas => Χρώματα, Christians => Χριστιανοί, Christian names => Χριστιανικά ονόματα, chowing (down) => (βουτάω),