FAQs About the word catching up (with)

προλαβαίνω (κάποιον)

αλίευση,καταδίωξη,προσπέρασμα / προσπέραση,γενική επισκευή,διώκων,φτάνοντας,κέρδος,περνώντας,ξεπερνώντας

ανεπαρκής

catching up => προλαβαίνω, catching one's eye => τραβώντας το βλέμμα, catching one's breath => αναπνέω, catching on (to) => Ενθουσιάζομαι για, catches => πιάνει,