FAQs About the word cataractous

καταρρακτώδης

Of the nature of a cataract in the eye; affected with cataract.

καταρρακτης,καταρράκτης,πτώση,λούκι,τσουλήθρα,αυλάκι,καταρράκτες,Άσπρα νερά

ξηρασία,στάξιμο,ξηρασία,στάζει,ντρίμπλα

cataract surgery => Επέμβαση καταρράκτη, cataract canyon => Φαράγγι του καταρράκτη, cataract => καταρράκτης, catapultic => καταπελτικός, catapultian => καταπέλτες,