Greek Meaning of caryocaraceae
Καρυοκαράδες
Other Greek words related to Καρυοκαράδες
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of caryocaraceae
- caryocar nuciferum => Καρυοκαριό η καρποπαραγωγός
- caryatids => Καρυάτιδες
- caryatides => Καρυάτιδες
- caryatid => Καρυάτιδα
- caryatic => Καρυάτιδα
- carya tomentosa => Καρυοτομή
- carya ovata => Κάρυα η ωοειδής
- carya myristiciformis => Μοσχοκάρυδο μιριστικόμορφο
- carya myristicaeformis => Μοσχοκάρυδο
- carya laciniosa => Carya laciniosa
- caryophyllaceae => Γαρυφαλλοειδή
- caryophyllaceous => καρυοφυλλοειδή
- caryophyllaceous plant => Καυκαριοφυλλώδες φυτό
- caryophyllales => Caryophyllales
- caryophyllidae => Περίοχος
- caryophyllin => καρυοφυλλένιο
- caryophylloid dicot family => Γαρυφαλλοειδή
- caryophylloid dicot genus => Γένος δικοτυλήδονων καρυοφυλλοειδών
- caryophyllous => καρυοφυλλικό
- caryopses => Καρυόψεις
Definitions and Meaning of caryocaraceae in English
caryocaraceae (n)
small genus of tropical South American trees
FAQs About the word caryocaraceae
Καρυοκαράδες
small genus of tropical South American trees
No synonyms found.
No antonyms found.
caryocar nuciferum => Καρυοκαριό η καρποπαραγωγός, caryatids => Καρυάτιδες, caryatides => Καρυάτιδες, caryatid => Καρυάτιδα, caryatic => Καρυάτιδα,