Greek Meaning of caryophyllaceae
Γαρυφαλλοειδή
Other Greek words related to Γαρυφαλλοειδή
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of caryophyllaceae
- caryocaraceae => Καρυοκαράδες
- caryocar nuciferum => Καρυοκαριό η καρποπαραγωγός
- caryatids => Καρυάτιδες
- caryatides => Καρυάτιδες
- caryatid => Καρυάτιδα
- caryatic => Καρυάτιδα
- carya tomentosa => Καρυοτομή
- carya ovata => Κάρυα η ωοειδής
- carya myristiciformis => Μοσχοκάρυδο μιριστικόμορφο
- carya myristicaeformis => Μοσχοκάρυδο
- caryophyllaceous => καρυοφυλλοειδή
- caryophyllaceous plant => Καυκαριοφυλλώδες φυτό
- caryophyllales => Caryophyllales
- caryophyllidae => Περίοχος
- caryophyllin => καρυοφυλλένιο
- caryophylloid dicot family => Γαρυφαλλοειδή
- caryophylloid dicot genus => Γένος δικοτυλήδονων καρυοφυλλοειδών
- caryophyllous => καρυοφυλλικό
- caryopses => Καρυόψεις
- caryopsis => Καρυόψις
Definitions and Meaning of caryophyllaceae in English
caryophyllaceae (n)
large family of herbs or subshrubs (usually with stems swollen at the nodes)
FAQs About the word caryophyllaceae
Γαρυφαλλοειδή
large family of herbs or subshrubs (usually with stems swollen at the nodes)
No synonyms found.
No antonyms found.
caryocaraceae => Καρυοκαράδες, caryocar nuciferum => Καρυοκαριό η καρποπαραγωγός, caryatids => Καρυάτιδες, caryatides => Καρυάτιδες, caryatid => Καρυάτιδα,