Greek Meaning of caryatid
Καρυάτιδα
Other Greek words related to Καρυάτιδα
Nearest Words of caryatid
- caryatic => Καρυάτιδα
- carya tomentosa => Καρυοτομή
- carya ovata => Κάρυα η ωοειδής
- carya myristiciformis => Μοσχοκάρυδο μιριστικόμορφο
- carya myristicaeformis => Μοσχοκάρυδο
- carya laciniosa => Carya laciniosa
- carya illinoinsis => Κάργυα η Ιλινόης
- carya illinoensis => Καρυά η ελινόιενσις
- carya glabra => Κάρυα η γυμνή
- carya cordiformis => Καρύα η καρδιόμορφος
- caryatides => Καρυάτιδες
- caryatids => Καρυάτιδες
- caryocar nuciferum => Καρυοκαριό η καρποπαραγωγός
- caryocaraceae => Καρυοκαράδες
- caryophyllaceae => Γαρυφαλλοειδή
- caryophyllaceous => καρυοφυλλοειδή
- caryophyllaceous plant => Καυκαριοφυλλώδες φυτό
- caryophyllales => Caryophyllales
- caryophyllidae => Περίοχος
- caryophyllin => καρυοφυλλένιο
Definitions and Meaning of caryatid in English
caryatid (n)
a supporting column carved in the shape of a person
caryatid (a.)
Of or pertaining to a caryatid.
caryatid (n.)
A draped female figure supporting an entablature, in the place of a column or pilaster.
FAQs About the word caryatid
Καρυάτιδα
a supporting column carved in the shape of a personOf or pertaining to a caryatid., A draped female figure supporting an entablature, in the place of a column o
στήλη,βάθρο,-,κίονας,αντηρίδα,οβελίσκος,Λιμάνι,ανάρτηση,Στύλος,ιπτάμενος αντηρίδας
No antonyms found.
caryatic => Καρυάτιδα, carya tomentosa => Καρυοτομή, carya ovata => Κάρυα η ωοειδής, carya myristiciformis => Μοσχοκάρυδο μιριστικόμορφο, carya myristicaeformis => Μοσχοκάρυδο,