Greek Meaning of carboxylate
Καρβοξυλικό
Other Greek words related to Καρβοξυλικό
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of carboxylate
- carboxyl group => Καρβοξυλική ομάδα
- carboxyl => καρβοξύλιο
- carboxide => Καρβοξειδή
- carbostyril => Καρβοστυρίλιο
- carborundum cloth => Λινόχαρτο με καρβίδιο πυριτίου
- carborundum => Καρβίδιο του πυριτίου
- carbonylic => Καρβονυλικός
- carbonyl group => Καρβονυλική ομάδα
- carbonyl => Καρβονύλιο
- carbonous => ανθρακούχος
- carboxylic => καρβοξυλικό οξύ
- carboxylic acid => Καρβοξυλικό οξύ
- carboxymethyl cellulose => Καρβοξυμεθυλοκυτταρίνη
- carboy => Νταμιτζάνα
- carbuncle => Καρβούνκουλος
- carbuncled => διακοσμημένος με ρουμπίνια
- carbuncular => καρβουλο
- carbunculation => γρανάτης
- carburet => Καρβίδιο
- carburetant => καρμπυρατέρ
Definitions and Meaning of carboxylate in English
carboxylate (v)
treat (a chemical compound) with carboxyl or carboxylic acid
FAQs About the word carboxylate
Καρβοξυλικό
treat (a chemical compound) with carboxyl or carboxylic acid
No synonyms found.
No antonyms found.
carboxyl group => Καρβοξυλική ομάδα, carboxyl => καρβοξύλιο, carboxide => Καρβοξειδή, carbostyril => Καρβοστυρίλιο, carborundum cloth => Λινόχαρτο με καρβίδιο πυριτίου,