FAQs About the word carboxylate

Καρβοξυλικό

treat (a chemical compound) with carboxyl or carboxylic acid

No synonyms found.

No antonyms found.

carboxyl group => Καρβοξυλική ομάδα, carboxyl => καρβοξύλιο, carboxide => Καρβοξειδή, carbostyril => Καρβοστυρίλιο, carborundum cloth => Λινόχαρτο με καρβίδιο πυριτίου,