Greek Meaning of carburetant
καρμπυρατέρ
Other Greek words related to καρμπυρατέρ
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of carburetant
- carburet => Καρβίδιο
- carbunculation => γρανάτης
- carbuncular => καρβουλο
- carbuncled => διακοσμημένος με ρουμπίνια
- carbuncle => Καρβούνκουλος
- carboy => Νταμιτζάνα
- carboxymethyl cellulose => Καρβοξυμεθυλοκυτταρίνη
- carboxylic acid => Καρβοξυλικό οξύ
- carboxylic => καρβοξυλικό οξύ
- carboxylate => Καρβοξυλικό
Definitions and Meaning of carburetant in English
carburetant (n.)
Any volatile liquid used in charging illuminating gases.
FAQs About the word carburetant
καρμπυρατέρ
Any volatile liquid used in charging illuminating gases.
No synonyms found.
No antonyms found.
carburet => Καρβίδιο, carbunculation => γρανάτης, carbuncular => καρβουλο, carbuncled => διακοσμημένος με ρουμπίνια, carbuncle => Καρβούνκουλος,