FAQs About the word burglarize

διαρρήξουν

commit a burglary; enter and rob a dwelling

Διαρρήκτης,διαρρήκτης,Σακί,παράβαση,λεηλατώ,λάφυρα,λεηλασία,λεηλασία,λεηλατώ,καταστροφή

No antonyms found.

burglarise => διαρρήκτης, burglariously => με κλοπή με διάρρηξη, burglarious => κλοπή με διάρρηξη, burglaries => Διαρρήξεις, burglarer => ληστής,