FAQs About the word burgonet

Μπουργκινιό

A kind of helmet.

No synonyms found.

No antonyms found.

burgomaster => Δήμαρχος, burgle => διαρρήκτης, burglary => Κλοπή με διάρρηξη, burglarproof => αντικλεπτικό, burglarize => διαρρήξουν,