Greek Meaning of bisected
τεμαχισμένος στα δύο
Other Greek words related to τεμαχισμένος στα δύο
Nearest Words of bisected
- bisecting => υποδιαιρών
- bisection => Δίχοτομη
- bisectional => δίχοτομη
- bisector => Διχοτόμος ευθεία
- bisectrix => διχοτόμος ευθεία
- bisegment => Δισεgment
- biseptate => δικτυωτή
- biserial => δισειριακός
- biserial correlation => Δισειριακός συσχετισμός
- biserial correlation coefficient => Συσχετιστικός συντελεστής διπλής σειράς
Definitions and Meaning of bisected in English
bisected (imp. & p. p.)
of Bisect
FAQs About the word bisected
τεμαχισμένος στα δύο
of Bisect
σταυρωμένος,διασταυρούμενος,κόβω,διασταυρωμένα,Διασταυρωμένος
No antonyms found.
bisect => Διχοτομώ, bise => Καλός, biscutate => μπισκότο, biscutalla laevigata => Βισκουτέλα, biscuit => μπισκότο,