FAQs About the word bisected

τεμαχισμένος στα δύο

of Bisect

σταυρωμένος,διασταυρούμενος,κόβω,διασταυρωμένα,Διασταυρωμένος

No antonyms found.

bisect => Διχοτομώ, bise => Καλός, biscutate => μπισκότο, biscutalla laevigata => Βισκουτέλα, biscuit => μπισκότο,