Greek Meaning of bisector
Διχοτόμος ευθεία
Other Greek words related to Διχοτόμος ευθεία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of bisector
- bisectrix => διχοτόμος ευθεία
- bisegment => Δισεgment
- biseptate => δικτυωτή
- biserial => δισειριακός
- biserial correlation => Δισειριακός συσχετισμός
- biserial correlation coefficient => Συσχετιστικός συντελεστής διπλής σειράς
- biseriate => δισειριακό
- biserrate => δισυλλογος
- bisetose => διπλοσυνθετικός
- bisetous => δίπτυχος
Definitions and Meaning of bisector in English
bisector (n.)
One who, or that which, bisects; esp. (Geom.) a straight line which bisects an angle.
FAQs About the word bisector
Διχοτόμος ευθεία
One who, or that which, bisects; esp. (Geom.) a straight line which bisects an angle.
No synonyms found.
No antonyms found.
bisectional => δίχοτομη, bisection => Δίχοτομη, bisecting => υποδιαιρών, bisected => τεμαχισμένος στα δύο, bisect => Διχοτομώ,