FAQs About the word bingeing

Υπερφαγία

an act of excessive or compulsive consumption (as of food or alcoholic beverages), an unrestrained and often excessive indulgence

μέθυσος,ποτό,απολαμβάνοντας,εορτάζοντας,θορυβώδης,μπίρλινγκ,Ποτολαγνεία,καταβροχθίζω,ποτό,ευετηρία

No antonyms found.

binged => γεμίζω , binds => δένει, bindle stiffs => Περιπλανώμενοι με δεμάτια, bindle stiff => αλήτης, binary stars => Δυαδικά αστέρια,