Greek Meaning of aspectual
ασπεκτικός
Other Greek words related to ασπεκτικός
- γωνία
- χέρι
- φάση
- πλευρά
- Στοιχείο
- Πρόσωπο
- μέρος
- περίοδος
- Σεβασμός
- αέρας
- εμφάνιση
- άρθρο
- υπόθεση
- Χαρακτήρας
- χρώμα
- επιδερμίδα
- συνιστώσα
- συνθήκη
- λεπτομέρεια
- διάσταση
- Πρόσωπο
- παράγοντας
- περίπτωση
- ερμηνεία
- αντικείμενο
- κοίτα
- ερώτηση
- προοπτική
- ιδιαίτερο
- προοπτική
- σημείο
- θέση
- στάση
- Ανάγνωση (anágnōsi)
- απόδοση
- σεβασμός
- Ομοιότητα
- σχήμα
- Παπούτσια
- κλίση
- στάδιο
- Στάση
- σκοπιά
- Κράτος
- βήμα
- μετάφραση
- έκδοση
- προβολή
- Σκοπιά
- Πρόσωπο
Nearest Words of aspectual
Definitions and Meaning of aspectual in English
aspectual (a)
of or belonging to an aspect (as an aspect of the verb)
FAQs About the word aspectual
ασπεκτικός
of or belonging to an aspect (as an aspect of the verb)
γωνία,χέρι,φάση,πλευρά,Στοιχείο,Πρόσωπο,μέρος,περίοδος,Σεβασμός,αέρας
φλας,ματιά,ματιά,κοιτάω,Τσουτσούρισμα,όραση,ανοιγοκλείνω τα μάτια,Σάρωση,εκτίμηση,Περιήγηση
aspection => όψη, aspected => αναμενόμενος, aspectant => αναμενόμενος, aspectable => αξιοσέβαστος, aspect ratio => Λόγος διαστάσεων,