Greek Meaning of armpit
μασχάλη
Other Greek words related to μασχάλη
Nearest Words of armpit
- armozine => Αρμοζίν
- armozeen => Αρμουζίν
- armoury => οπλοθήκη
- armour-plated => θωρακισμένο
- armourer => Πανοπλοποιός
- armoured vehicle => Θωρακισμένο όχημα
- armoured personnel carrier => Θωρακισμένο όχημα μεταφοράς προσωπικού
- armoured combat vehicle => Θωρακισμένο όχημα μάχης
- armoured car => Θωρακισμένο αυτοκίνητο
- armoured => 装甲
Definitions and Meaning of armpit in English
armpit (n)
the hollow under the arm where it is joined to the shoulder
armpit (n.)
The hollow beneath the junction of the arm and shoulder; the axilla.
FAQs About the word armpit
μασχάλη
the hollow under the arm where it is joined to the shoulderThe hollow beneath the junction of the arm and shoulder; the axilla.
Άβυσσος,λάκκος,Υπέδαφος,Πάτος,μηδέν,βάθος,ναδίρ,βυθός
κορυφή,κορύφωση,στέμμα,λουλούδι,κεφάλι,ύψος,μεσημβρινός,κορυφή,κορυφή,σύνοδος κορυφής
armozine => Αρμοζίν, armozeen => Αρμουζίν, armoury => οπλοθήκη, armour-plated => θωρακισμένο, armourer => Πανοπλοποιός,