Greek Meaning of apportionable

κατανέμεται

Other Greek words related to κατανέμεται

Definitions and Meaning of apportionable in English

Wordnet

apportionable (s)

capable of being distributed

FAQs About the word apportionable

κατανέμεται

capable of being distributed

εκχωρώ,αναθέτω,εκχωρώ,διανέμω,επιτρέψω,διανέμω,διαίρεση,δίνω,πολύ,μέτρο

αρνούμαι,στερώ (από),διατηρώ,παρακράτηση,κατάλληλος,φθονώ,κρατάω,στάση,αλαζόνας,κατασχέω

apportion => διανέμω, apporter => φέρνω, appointor => διορίζων, appointment calendar => Πρόγραμμα ραντεβού, appointment book => Ημερολόγιο,