FAQs About the word altitudinal

υψομετρικός

pertaining to altitudeOf or pertaining to height; as, altitudinal measurements.

υψόμετρο,ύψος,ίντσες,ανάστημα,Βασιλιάς,εξύψωση,ανέβαινω,Ύψος

κατάθλιψη,πεδινή,κοιλάδα,λεκάνη,Πάτος,Βαθύπεδο,κοιλάδα,κοιλάδα,επίπεδος,πεδινή πλημμυρική ζώνη

altitude sickness => Νόσος υψόμετρου, altitude => υψόμετρο, altissimo => αλτίσιμο, altisonous => ηχηρός, altisonant => ηχηρός,