FAQs About the word added (up)

πρόσθετο (πάνω)

to make sense, amount sense 1b, to come to a total and especially the expected total, to amount to a lot, to come to the expected total, to form an intelligible

υπολογισμένος,υπολογισμένος,μετρημένο,απαριθμούμενος,αριθμημένος,Πίνακας,καταμετρημένους,είπε,συνολικό,σύνολο

No antonyms found.

added (to) => προστέθηκε (στο), add up (to) => προσθέτω (σε), add (to) => προσθέτω (σε), adaptors => προσαρμογείς, adapters => προσαρμογείς,