Greek Meaning of acrolect
Ακρόλεκτος
Other Greek words related to Ακρόλεκτος
- καθομιλουμένη γλώσσα
- διάλεκτος
- Φράση
- αργκό
- Μητρική γλώσσα
- αργκό
- θόρυβος
- αργκό
- γλώσσα
- Προςταγές
- αργκό
- δεν μπορώ
- ιδιωματισμός
- Ιδιόλεκτος
- γλώσσα
- αργκό
- τοπικισμός
- πατουά
- πίτζιν
- περιφερειοκρατία
- αργκό
- λόγος
- Διαλεκτισμός
- λεξιλόγιο
- νομίσματα
- μοντερνισμός
- Νεολογισμός
- επαρχιωτισμός
- σημείο αναγνώρισης
- ορολογία
Nearest Words of acrolect
Definitions and Meaning of acrolect in English
acrolect
the language variety of a speech community closest to the standard or prestige form of a language
FAQs About the word acrolect
Ακρόλεκτος
the language variety of a speech community closest to the standard or prestige form of a language
καθομιλουμένη γλώσσα,διάλεκτος,Φράση,αργκό,Μητρική γλώσσα,αργκό,θόρυβος,αργκό,γλώσσα,Προςταγές
No antonyms found.
acquittals => αθωώσεις, acquisitions => εξαγορές, acquiescing (to) => (συναινεῖν σε), acquiescences => αποδοχές, acquiesced (to) => συμφωνώ (με),