FAQs About the word acres

στρέμματα

extensive landed property (especially in the country) retained by the owner for his own use

κτήμα,γη,πάρκο,ιδιοκτησία,ακίνητα,αυλή,Πίσω αυλή,πανεπιστημιούπολη,φέουδο,έδαφος

No antonyms found.

acre-foot => πόδι-στρέμμα, acred => στρέμμα, acreage => εμβαδόν, acreable => σπορίμος, acre inch => ίντσα στρέμματος,