FAQs About the word enclosure

συνημμενο

a structure consisting of an area that has been enclosed for some purpose, the act of enclosing something inside something else, a naturally enclosed space, som

αυλή,βεράντα,αυλή,Αίθριο,κοντά,τόπος,τετράτροχο,Τετράπλευρο,Αυλή,Κατάστρωμα

No antonyms found.

enclosing => περικλείω, enclosed space => Κλειστός χώρος, enclosed => επισυνάπτεται, enclose => περιβάλλω, encloister => περιορίζω σε μοναστήρι,