Greek Meaning of wasting away

φθορά

Other Greek words related to φθορά

Definitions and Meaning of wasting away in English

Wordnet

wasting away (n)

a decrease in size of an organ caused by disease or disuse

FAQs About the word wasting away

φθορά

a decrease in size of an organ caused by disease or disuse

πτώση,εκφυλισμός,επιδείνωση,ξεθώριασμα,αποτυχημένος,βύθιση,εξασθένιση,μαραμένος,Επιδεινώνοντας,μαραζώνων

επιστροφή,ανάρρωση,επούλωση,συγκέντρωση,ανάκαμψη,ανάρρωση,αποκατάσταση,Αποκατάσταση,Αναβίωση,επισκευή

wasting => σπατάλη, waste-yard => χωματερή, wasteyard => χωματερή, wasteweir => υπερχείλιση, wastewater => λύματα,