Greek Meaning of warpage

Στρέβλωση

Other Greek words related to Στρέβλωση

Definitions and Meaning of warpage in English

Webster

warpage (n.)

The act of warping; also, a charge per ton made on shipping in some harbors.

FAQs About the word warpage

Στρέβλωση

The act of warping; also, a charge per ton made on shipping in some harbors.

βάση,Υπέδαφος,ακρογωνιαίος λίθος,θεμέλιο,βάση,Πάτος,πυρήν,Εστίαση,πέλμα,πλαίσιο

διευκρινίζω,Εξηγώ,εικονογραφώ,ερμηνεύω,σαφής,φωτίζω,ορθογραφώ,αποκρυπτογραφώ

warp knitting => Στημονική πλέξη, warp => παραμόρφωση, warnstore => προειδοποιητικό κατάστημα, warningly => προειδοποιητικά, warning signal => Σήμα κινδύνου,