FAQs About the word wafter

βεντάλια

One who, or that which, wafts., A boat for passage.

Αναπνοή,αεράκι,πούφ,αέρας,ανάσα,ζέφυρος,ροή αέρα,χτύπημα,τρέχων,προσχέδιο

Ήρεμος

wafted => πλανήθηκε, waftage => κουβάλημα, waft => ανεμίζω, waffler => Βαφλιέρα, waffle iron => Μηχανή για βάφλες,