FAQs About the word vasodilative

αγγειοδιασταλτικός

a drug that causes dilation of blood vessels

No synonyms found.

No antonyms found.

vasodilation => Αγγειοδιαστολή, vasodentine => vasodentine, vasoconstrictor => Αγγειοσυσπαστικό, vasoconstrictive => αγγειοσυσπαστικός, vasoconstriction => Αγγειοσύσπαση,