Greek Meaning of vaccinist
εμβολιολόγος
Other Greek words related to εμβολιολόγος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of vaccinist
- vaccinia gangrenosa => Κοινή εμβολιαστική γάγγραινα
- vaccinia => Ιός της ευλογιάς των βοοειδών
- vaccinee => Εμβολιασμένος
- vaccine point => Σημείο εμβολιασμού
- vaccine => εμβόλιο
- vaccinator => Εμβολιαστής
- vaccination => Εμβολιασμός
- vaccinating => εμβολιασμός
- vaccinated => εμβολιασμένο
- vaccinate => εμβολιάζω
- vaccinium => μύρτιλλος
- vaccinium angustifolium => μύρτιλλος ο στενόφυλλος
- vaccinium arboreum => Μύρτιλος ο δενδρώδης
- vaccinium ashei => Μύρτιλλο
- vaccinium caespitosum => Μύρτιλλος ο κορεσσώδης
- vaccinium corymbosum => Μύρτιλλο (Vaccinium corymbosum)
- vaccinium macrocarpon => κουκουνάρι
- vaccinium myrsinites => Μύρτιλλο
- vaccinium oxycoccus => Κράνμπερι
- vaccinium pallidum => μύρτιλλος
Definitions and Meaning of vaccinist in English
vaccinist (n.)
A vaccinator.
FAQs About the word vaccinist
εμβολιολόγος
A vaccinator.
No synonyms found.
No antonyms found.
vaccinia gangrenosa => Κοινή εμβολιαστική γάγγραινα, vaccinia => Ιός της ευλογιάς των βοοειδών, vaccinee => Εμβολιασμένος, vaccine point => Σημείο εμβολιασμού, vaccine => εμβόλιο,