FAQs About the word vaccinist

εμβολιολόγος

A vaccinator.

No synonyms found.

No antonyms found.

vaccinia gangrenosa => Κοινή εμβολιαστική γάγγραινα, vaccinia => Ιός της ευλογιάς των βοοειδών, vaccinee => Εμβολιασμένος, vaccine point => Σημείο εμβολιασμού, vaccine => εμβόλιο,