Greek Meaning of urinary tract infection
λοίμωξη του ουροποιητικού
Other Greek words related to λοίμωξη του ουροποιητικού
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of urinary tract infection
- urinary tract => Ουροποιητικό σύστημα
- urinary system => ουροποιητικό σύστημα
- urinary retention => κατακράτηση ούρων
- urinary organ => Ουροποιητικό σύστημα
- urinary incontinence => ακράτεια ούρων
- urinary hesitancy => Δυσκολία στην ούρηση
- urinary calculus => Ουρόλιθος
- urinary bladder => Ουροδόχος κύστη
- urinary apparatus => Ουροποιητικό σύστημα
- urinary => ουροποιητικός
Definitions and Meaning of urinary tract infection in English
urinary tract infection (n)
any infection of any of the organs of the urinary tract
FAQs About the word urinary tract infection
λοίμωξη του ουροποιητικού
any infection of any of the organs of the urinary tract
No synonyms found.
No antonyms found.
urinary tract => Ουροποιητικό σύστημα, urinary system => ουροποιητικό σύστημα, urinary retention => κατακράτηση ούρων, urinary organ => Ουροποιητικό σύστημα, urinary incontinence => ακράτεια ούρων,