Greek Meaning of urinary incontinence
ακράτεια ούρων
Other Greek words related to ακράτεια ούρων
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of urinary incontinence
- urinary hesitancy => Δυσκολία στην ούρηση
- urinary calculus => Ουρόλιθος
- urinary bladder => Ουροδόχος κύστη
- urinary apparatus => Ουροποιητικό σύστημα
- urinary => ουροποιητικός
- urinarium => Ουροποιητικό σύστημα
- urinalysis => Ανάλυση ούρων
- urinal => ουρητήριο
- urim and thummim => Ουρίμ και Τουμμίμ
- urim => Ουρίμ
- urinary organ => Ουροποιητικό σύστημα
- urinary retention => κατακράτηση ούρων
- urinary system => ουροποιητικό σύστημα
- urinary tract => Ουροποιητικό σύστημα
- urinary tract infection => λοίμωξη του ουροποιητικού
- urinate => ουρώ
- urinative => Το ουρητήριο
- urinator => ούρα
- urine => ούρα
- uriniferous => ουρητήρας
Definitions and Meaning of urinary incontinence in English
urinary incontinence (n)
inability to control the flow of urine and involuntary urination
FAQs About the word urinary incontinence
ακράτεια ούρων
inability to control the flow of urine and involuntary urination
No synonyms found.
No antonyms found.
urinary hesitancy => Δυσκολία στην ούρηση, urinary calculus => Ουρόλιθος, urinary bladder => Ουροδόχος κύστη, urinary apparatus => Ουροποιητικό σύστημα, urinary => ουροποιητικός,