Greek Meaning of upsurge
έξαρση
Other Greek words related to έξαρση
Nearest Words of upsurge
Definitions and Meaning of upsurge in English
upsurge (n)
a sudden forceful flow
a sudden or abrupt strong increase
FAQs About the word upsurge
έξαρση
a sudden forceful flow, a sudden or abrupt strong increase
ενισχύω,ανέβαινω,αυξανόμενος,ώθηση,αναταραχή,ανυψωτικός,άνοδος,αύξηση,ανάληψη,ανάβαση
πτώση,Μείωση,βύθιση,βουτάω,κάτω,πτώση,σταγόνα,πτώση,μπαμ,Κατακρήμνιση
upsun => προς τον ήλιο, upstroke => Ανάκρουση, upstreet => επάνω στο δρόμο, upstream => κατάντη, upstir => αναστατωμένος,