Greek Meaning of twinkly
λαμπερός
Other Greek words related to λαμπερός
Nearest Words of twinkly
Definitions and Meaning of twinkly in English
twinkly (s)
smiling with happiness or optimism
FAQs About the word twinkly
λαμπερός
smiling with happiness or optimism
παλμός της καρδιάς,λεπτό,στιγμή,δευτερόλεπτο,λαμπερός,φλας,άμεσος,στιγμή,νανοδευτερόλεπτο,κουνάω
ηλικία,αιωνιότητα,για πάντα,αιώνας,αιώνας,άπειρο,διάρκεια ζωής
twinkling => λαμπερός, twinkler => αστραφτερό, twinkle => αστράφτω, twinkie => Τουίνκι, twinjet => Δικινητήριο αεριωθούμενο αεροσκάφος,