Greek Meaning of twinkler

αστραφτερό

Other Greek words related to αστραφτερό

Definitions and Meaning of twinkler in English

Wordnet

twinkler (n)

an object that emits or reflects light in an intermittent flickering manner

FAQs About the word twinkler

αστραφτερό

an object that emits or reflects light in an intermittent flickering manner

παλμός της καρδιάς,λεπτό,στιγμή,δευτερόλεπτο,λαμπερός,φλας,άμεσος,στιγμή,νανοδευτερόλεπτο,κουνάω

ηλικία,αιωνιότητα,για πάντα,αιώνας,αιώνας,άπειρο,διάρκεια ζωής

twinkle => αστράφτω, twinkie => Τουίνκι, twinjet => Δικινητήριο αεριωθούμενο αεροσκάφος, twinge => σφυγμός, twinflower => Διδυμόφυλλο,