Greek Meaning of trundle
κυλάω
Other Greek words related to κυλάω
- λεωφορείο
- ταξί
- τζετ
- κινητήρας
- πλοηγούμαι
- ιππασία
- Ιστιο
- περιοδεία
- προπονητής
- Κρουαζιέρα
- οδήγηση
- μύγα
- συναυλία
- Λυκίσκος
- μεταναστεύω
- Ταξίδι με το αυτοκίνητο
- περιπλανιέμαι
- κύλισμα
- περιπλανιέμαι
- περιπλανάμαι
- περιφέρομαι
- περιπλανώμαι
- εκδρομή
- ταξίδι
- χτυπάω
- περιπατώ
- προσκύνημα
- περιπλανιέμαι
- Περιοδεία
- περιφέρω
- ταξίδι
- πεζοπορία
- ταξίδι
- ταξίδι
Nearest Words of trundle
- truncus pulmonalis => Βομβός της πνευμονικής αρτηρίας
- truncus celiacus => Κοιλιακός κορμός
- truncus atrioventricularis => Κορμός ατριοκοιλιακής κοιλότητας
- truncus => κορμός
- truncocolumella citrina => Truncocolumella citrina
- truncocolumella => Τρουνκοκολουμέλλα
- truncheoneer => κλομπίτης
- truncheoned => ξυλοκοπήθηκε
- truncheon => ρόπαλο
- trunch => ρόπαλο
Definitions and Meaning of trundle in English
trundle (n)
a low bed to be slid under a higher bed
small wheel or roller
trundle (v)
move heavily
trundle (v. i.)
A round body; a little wheel.
A lind of low-wheeled cart; a truck.
A motion as of something moving upon little wheels or rollers; a rolling motion.
A lantern wheel. See under Lantern.
One of the bars of a lantern wheel.
To go or move on small wheels; as, a bed trundles under another.
To roll, or go by revolving, as a hoop.
trundle (v. t.)
To roll (a thing) on little wheels; as, to trundle a bed or a gun carriage.
To cause to roll or revolve; to roll along; as, to trundle a hoop or a ball.
FAQs About the word trundle
κυλάω
a low bed to be slid under a higher bed, small wheel or roller, move heavilyA round body; a little wheel., A lind of low-wheeled cart; a truck., A motion as of
λεωφορείο,ταξί,τζετ,κινητήρας,πλοηγούμαι,ιππασία,Ιστιο,περιοδεία,προπονητής,Κρουαζιέρα
No antonyms found.
truncus pulmonalis => Βομβός της πνευμονικής αρτηρίας, truncus celiacus => Κοιλιακός κορμός, truncus atrioventricularis => Κορμός ατριοκοιλιακής κοιλότητας, truncus => κορμός, truncocolumella citrina => Truncocolumella citrina,