Greek Meaning of transformative
μετασχηματιστικός
Other Greek words related to μετασχηματιστικός
- μετατρέπω
- ανακαίνιση
- μεταμορφώνω
- μεταλλάσσω
- Προσαρμόζω
- αλχημεία
- παραποιώ
- μεταμορφώνω
- Τροποποιώ
- ανακατασκευάζω
- επαναπροσδιορίζω
- Επανασχεδιασμός
- αντικαταστήσει
- επαναεργασία
- Μεταφορά
- Μετουσίωση
- παραμόρφωση
- παραμορφώνω
- [παραμορφωμένο]
- μεταμόρφωση
- μεταλλάσσω
- επανάληψη
- ανασχεδιάζω
- αναδιαμορφώ
- αναγεννώ
- επαναδημιουργία
- ανακαίνιση
- αναθεωρώ
- αντικαταστάτης
- εκτοπίζω
- μεταμορφώνω
- ποικίλλω
Nearest Words of transformative
- transformed => μεταμορφωμένος
- transformer => μετασχηματιστής
- transforming => μεταμόρφωση
- transforming gene => Μεταμορφωτικό γονίδιο
- transformism => μεταμορφισμός
- transfreight => transfreight
- transfretation => Διέλευση στενού
- transfrete => τρανσφρέτε
- transfuge => λιποτάκτης
- transfugitive => λιποτάκτης
Definitions and Meaning of transformative in English
transformative (a.)
Having power, or a tendency, to transform.
FAQs About the word transformative
μετασχηματιστικός
Having power, or a tendency, to transform.
μετατρέπω,ανακαίνιση,μεταμορφώνω,μεταλλάσσω,Προσαρμόζω,αλχημεία,παραποιώ,μεταμορφώνω,Τροποποιώ,ανακατασκευάζω
No antonyms found.
transformation => Μεταμόρφωση, transformable => Μεταμορφώσιμο, transform => μετασχηματίζω, transforate => διάτρητος, transflux => Τρανσρούηση,